πόμπα
ΕπίθετοΕπίρρημα
ΕπίθετοΕπίρρημα
(ως άκλιτο επίθετο) Αυτός που είναι καταπληκτικός, τέλειος.
Παραδείγματα
Μεγάλη επιτυχία η σούβλα σήμερα, ήταν πόμπα!
Πόμπα φάση!Ακυρώθηκε το μάθημα αύριο!
(ως επίρρημα) Καταπληκτικά, τέλεια, τζάμι.
Παράδειγμα
- Αν χρειάζεσαι βοήθεια με τα μαθηματικά, μπορώ να έρθω αύριο να διαβάσουμε μαζί. - Πόμπα!
Φράσεις
- ούτε με πόμπες
- πόμπα σ̌σ̌ίσ̌σ̌ι
- όπως την πόμπαν
Προέλευση
Από την ηχομιμητική ιταλ. λέξη bomba 'βόμβα'.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η λέξη μπόμπα εμφανίζεται και στην αργκό της κοινής νέας ελληνικής, δεν έχει όμως την ίδια σημασία.