σ̌έσης
Επίθετο
Επίθετο
(μτφ) Αυτός που χέζεται από το φόβο του, που τα κάνει πάνω του, ο δειλός, ο φοβητσιάρης.
Παράδειγμα
-Επήα να δω μιαν ταινία θρίλερ με τον Γιάννη! -Με τον Γιάννη; Χαχαχα. Ήντα τζ̌είνος εν σ̌έσης! Τις νύχτες τζ̌οιμάται με αναμμένα τα φώτα τζ̌αι επήεν να μου δει θρίλερ;
Φράσεις
- σ̌έσης και μαλέσης
Σημειώσεις
Στην ελληνική κοινή αργκό: χέστης.
Πηγές
http://wikipriaka.com/cy/dict/14