χάννω το φως μου
Φράση
Φράση
(μτφ) Τυφλώνομαι, θαμπώνομαι από αυτό που βλέπω.
Παράδειγμα
Μόλις την είδα να κατεβαίνει που το αυτοκίνητο με το κότσ̌ινο το φόρεμα, όπως την φωθκιά, έχασα το φως μου ρε πελλέ! Ήταν κουκλάρα!
(μτφ) Νιώθω μεγάλη έκπληξη για ένα γεγονός που θεωρώ αναπάντεχο, απίστευτο.
Παράδειγμα
Φίλε μιλώ σου έχασα τα φώτα μου! Άκουσα ότι ο πατσ̌ιόγερος ο καθηγητής της φυσικής, επαντρεύτηκε μιαν στην ηλικία μου! Πέρκι να της ρέσσει 30 χρόνια!!!
Συνώνυμα:
φεύκει η φάτσα μου, έφυεν η φάτσα μου, Εν έσ̌ει τσ̌ιάνς, Όι βίλλο, Εν πιστεύκω