1. (μτφ) Ο σταματημένος, αυτός που βρίσκεται σε αδιέξοδο.


Παράδειγμα

Είμαι κομμένος που σ̌σ̌ίλιες πάντες. Πε μου την συμβουλή σου.

  1. (μτφ) Στην κυπριακή αργκό, αυτός που είναι τέλειος, άρτιος, άψογος.


Παραδείγματα

Τούτη εν γυναίκα με τα ούλλα της! Έξυπνη, όμορφη! Εν κομμένη ολάν!


Εν τζ̌αι κομμένη τούτη η Ferrari.


Συνώνυμα:

, πόμπα

Φράσεις

  • Κομμένος τζ̌αι λυμένος
  • Κομμένος τζ̌αι σταμένος
  • Κομμένος

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Εκτός από την κυριολεκτική της σημασία, η λέξη μπορεί να σημαίνει αυτόν που είναι κουρασμένος, καταβεβλημένος σωματικά, αυτόν που τον έχουν απορρψει ή αυτόν που σταμάτησε, που βρέθηκε σε αδιέξοδο. Η αργκοτική χρήση της λέξης είναι η μόνη που έχει θετική σημασία.

Πηγές

http://www.slang.gr/lemma/5381-kommenos

http://wikipriaka.com/cy/dict/7

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.