1. (μτφ) Αυτός που είναι πωρωμένος, καμένος,  κολλημένος με κάτι, που παιδεύεται με κάτι και δεν το αφήνει.


Παραδείγματα

Εν φκαίνει πόξω που έσσω του, εν λυμένος πας τα παιχνίθκια του pc.


-Που είσαι χασιμιός τις τελευταίες εφτομάδες; -Είμαι λυμένος στο θκιάβασμα ρε! Είχα εξετάσεις!


Συνώνυμα:

, πωρωμένος, καμένος

  1. (μτφ) Ο κουρασμένος, ο καταβεβλημένος σωματικά.


Παράδειγμα

Έρκεται αργά τη νύχτα σπίτι, λυμένος τζ̌αι σταμένος ο μιτσής. Κάμνει τρεις δουλειές τωρά τζ̌αι βουρά τζ̌αι με  το πανεπιστήμιο.


Συνώνυμα:

, σταμένος, κομμένος

Φράσεις

  • Λυμένος τζ̌αι σταμένος
  • Κομμένος τζ̌αι λυμένος

Σημειώσεις

λυμενος

Αντίστοιχος χαρακτηρισμός προσώπου στην ελληνική αργκό είναι το λιωμένος, πωρωμένος, καμένος.

Πηγές

http://www.lexigram.gr/lex/enni/%CE%BB%CE%B9%CF%89%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82#Hist1

http://wikipriaka.com/cy/dict/8

http://www.slang.gr/lemma/12362-liomeno-pagoto

http://www.slang.gr/lemma/23859-poromenos-kammenos

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.