παλαίουρας
Επίθετο
Επίθετο
Αυτός που εκτελεί τον δεύτερο χρόνο της θητείας του στον κυπριακό στρατό και είναι αρχαιότερος στην κατάταξη από κάποιους άλλους.
Παραδείγματα
-Πιάσε σκούπα να καθαρίσεις. -Γιατί ποιός είσαι εσύ που εν να με διατάξεις; Είσαι τίποτε λοχαγός; -Είμαι παλαίουρας σου ρε ψαρόνεο!
Αντί να μου κάμνει καψώνι ο μόνιμος, κάμνει μου ο παλαίουρας. Εν τέλεια στότσ̌ι!
Αντώνυμα:
Πηγές
http://www.slang.gr/lemma/3743-palaiouras