Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που υπερβάλλει στα λεγόμενά του, συνήθως για να καυχηθεί.
Παράδειγμα
-Όπως επερπάτουν εψές, εκόψαν μου τον δρόμο πέντε δυνάμενοι, ρε πελλέ! Έκαμα τους μαύρους που το ξύλο!
-Ε κανεί, ρε πιντοσ̌ά!!! Είσαι τίποτε ο Ράμπο;
Συνώνυμα:
Φράσεις
- Επίντοσες
Προέλευση
Από το ρήμα πιντώννω 'προσθέτω, επιμηνύνω'.
Σημειώσεις
Πίντα: Βρετανική μονάδα μέτρησης χωρητικότητας υγρών / στερεών (pint). Η "ανακάλυψη" της πίντας έγινε από τον Albert Pint. Πίντα στην κυπριακή αργκό σημαίνει σερί (Εν να πάω πίντα πόψε στο θκέβασμα) και ίσως το λήμμα πιντοσ̌άς να προέρχεται από την πίντα (σερί) στις μυθοπλασίες. Το ρήμα πιντώννω, κυριολεκτικά σημαίνει ότι προσθέτω, συμπληρώνω (πίντωσ' μου ακόμα πέντε ευρώ ρε, γιατί έν έχω άλλα λεφτά)
Στην ελληνική αργκό, ο πιντοσ̌ιάς, μπορεί να μεταφραστεί ως το παίζω ιστορία.
"Θύμα" χλευασμού, λόγω του ονόματος του έπεσε ο Έλληνας πολιτικός, Παναγιώτης Λαφαζάνης.
Πηγές
http://www.convertworld.com/el/ogkos/%CE%A0%CE%AF%CE%BD%CF%84%CE%B1.html