κολότζ̌ιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που δεν κατανοεί τις εξηγήσεις που του δίνουν, ο χοντροκέφαλος.
Παράδειγμα
Εν καταλάβω ίνταλος έκαμε τόσες επιχειρήσεις τούτος, αφού ήταν πάντα κολότζιν στο σχολείο.
Πόσες φορές να σου εξηγήσω πόθεν να πάεις Πάφο; Είσαι τέλια κολότζιν.
Συνώνυμα:
, εξίκκης, κούσβος
Αντώνυμα:
, κοψονούρης, θκιάολος
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Το κολότζιν (κολοκύθι) το χρησιμοποιούσαν παλιότερα στην Κύπρο, αφού είχε αποξηραθεί και είχε γίνει κούφιο από μέσα, σαν μπουκάλι, κυρίως για να αποθηκεύουν κρασί. Από τη χρήση αυτή φαίνεται ότι προέρχεται η σημερινή μεταφορική σημασία της λέξης για κάποιον που είναι 'κούφιος' από μέσα, δηλαδή χαζός, χωρίς μυαλό.