λύω τζ̌αι στάσσω
Φράση
Φράση
Λιώνω και 'στάζω', ιδρώνω δηλαδή από τη ζέστη ή από την πολλή κίνηση.
Παραδείγματα
(μτφ) Κουράζομαι πολύ, σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά.
Παράδειγμα
Εσιει ένα χρόνον που με ξέρετε, τζ̌αι ξέρετε οτι εν αντέχω στην δουλειά μου. Έλυσα τζ̌αι έσταξα. Θέλω να παραιτηθώ, εν αντέχω!
(μτφ) Είμαι πολύ ερωτευμένος, λιώνω από καψούρα.
Παραδείγματα
Εν αντέχω μακριά σου, λύω τζ̌αι στάσσω!
Δως μου λλίη σημασία πουρέκκα μου τζ̌αι έλυσα τζαι έσταξα ο μαυρογέρημος!