βούζουνος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
(μτφ) Αυτός που δεν λαμβάνει κανέναν υπόψη, που ενεργεί βιαστικά και χωρίς πολλή σκέψη.
Παραδείγματα
Εν τέλεια βούζουνος τούτος, εν ακούει κανέναν που του παραντζ̌έλλει.
Είνταλος να δούμεν χαΐρι με' σε τούντο τόπο με έτσι βούζουνους πολιτικούς που έχουμεν;
Συνώνυμα:
πελλός, πελλός
Σημαίνει επίισης επιπόλαιος, βιαστικός σιασιούρης. Που κάνει πράγματα χωρίς να τα καλοσκεφτεί και βιαστικά με αποτέλεσμα να γίνονται μισές δουλειές.
Επίσης υπάρχει η λέξη βουζουνόπελλος η οποία σημαίνει το ίδιο απλά υπερθεματίζει. Και μια απορία:γιατί εμφανιζεται στο Π αντί στο Β;
Ευχαριστούμε πολύ, το λήμμα διορθώθηκε με βάση τις παρατηρήσεις σας και προσθέσαμε και τα "βουζουνόπελλος" και "σ̌ασ̌ούρης". 'Οσο για το Π... κάποιος βούζουνος φταίει 🙂