κεντικελένης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι άξεστος, αμόρφωτος.
Παράδειγμα
Είσαι τέλεια κεντικελένης, εν ξέρεις να ούτε μιλήσεις, ούτε να συμπεριφερτείς σωστά σε ένα άνθρωπο!
Συνώνυμα:
, κούσπος
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι άξεστος, αμόρφωτος.
Είσαι τέλεια κεντικελένης, εν ξέρεις να ούτε μιλήσεις, ούτε να συμπεριφερτείς σωστά σε ένα άνθρωπο!
Ποια η ετυμολογια της λεξης;
Θα την διερευνήσουμε και θα σας απαντήσουμε.