κολοκασόφυλλον
Ουσιαστικό, ουδέτερο

(μτφ) Αυτός που είναι ανόητος, βλάκας.


Παράδειγμα

Ρε Αντρέα εν ακούεις παρατζ̌ιελλές, εν κολλά τίποτε πάνω σου είσαι τέλεια κολοκασόφυλλο.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

 

 

 

 

Σύνθετη λέξη, από το κολοκάσι (φυτό) και το φύλλο.

κολοκάσι

Σημειώσεις

Η λέξη αυτή είναι παλιά και τώρα σπάνια χρησιμοποιήθηκε. Δημιουργήθηκε από γεωργούς οι οποίοι αποκαλούσαν έτσι συνήθως τους βοηθούς τους όταν δεν έκανα σωστά την δουλειά που τους ανάθεταν.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.