σικλάρης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ανίκανος τερματοφύλακας.
Παράδειγμα
Ρε μα τούτος ο πορτάρης εν' τέλεια σικλάρης, τρώει τέρματα που τ΄ ανάθεμα.
Περισσότερα ...
Ανίκανος τερματοφύλακας.
Ρε μα τούτος ο πορτάρης εν' τέλεια σικλάρης, τρώει τέρματα που τ΄ ανάθεμα.