πατσ̌αούριν
Ουσιαστικό
Ουσιαστικό
(μτφ) Άνθρωπος ηλικιωμένος, άσχημος και σε κακή φυσική κατάσταση.
Παράδειγμα
Εν κανεί που εγέρασε τζ̌΄ εγίνικε πατσ̌ιαούρι, βουρά τες μιτσ̌ιές που πίσω.
Σημειώσεις
Πολύ παλιά λέξη η οποία χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Αρχικά πατσιαούρκα ονομάζονταν τα χειροποίητα παπλώματα και μαξιλάρια. Αργότερα άλλαξε η σημασία της και λέγονταν έτσι τα κουρέλια αλλά και ηλικιωμένοι. Αντίστοιχη λέξη στα ελληνικά είναι η πατσαβούρα