τριπούντζ̌ης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι πλούσιος, ο λεφτάς.
Παραδείγματα
Ρε χώρε ίντα ακριβά ρούχα φορεί τούτος, καταλάβεται ότι ότι εν μιάλος τριπούντζ̌ης.
Συνώνυμα:
, λόρτος
Αντώνυμα:
, γύφτος
Προέλευση
Από τον αριθμό τρία και τον πληθ. πούντζ̌ες 'τσέπες': τριπούντζ̌ης είναι αυτός που έχει τρεις πούντζ̌ες αντί για δύο, άρα και περισσότερο χρήμα από τους κοινύς θνητούς.