γιούιν
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. Γιος.


Παράδειγμα

Έχω θκιό μιτσιά μωρά, μια κόρη τζαι ένα γιούιν.

  1. (μτφ) Αυτός που κολακεύει τους άλλους για να κερδίσει κάτι, ο γλείφτης.


Παράδειγμα

Πάλε ρε έπιασες τιμητική που το λοχαγό, μα είσαι πολλά γιούιν του τελικά!

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.