κόφκω λάσπηνΦράσηΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασηςΤο βάζω στα πόδια, φεύγω σαν κυνηγημένος. ΠαραδείγματαΜόλις εξεκίνησεν ο καφκάς έσ̌ιεσε πάνω του τζ̌αι έκοψεν λάσπη. Μόλις τον άφηκε ο αστυνομικός που τα μάθκια του έκοψεν λάσπη να γλυτώσει. ΠροέλευσηΠιθανώς δάνειο από την αντίστοιχη έκφραση της κοινής.