1. Διστάζω, δεν έχω το θάρρος να δράσω.


Παραδείγματα

Θέλω να πάω να της μιλήσω αλλά κωλώννω, νομίζω ότι εννα με απορρίψει!


Μεν κωλώνεις να μιλήσεις μπροστά σε κόσμο, κανένας εν θα σε μειώσει!

  1. Μένω ακίνητος, στάσιμος.


Παραδείγματα

Εκώλωσε το αυτοκίνητο τζ̌αι εν ταράσσει!


DSC01554


Εκώλωσα και εν πάω πουθενά εν να μείνω να πέφτω πας τον καναπέ!

Προέλευση

κωλώνω < κώλος + ώνω

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.