μάστρος, μαστόρισσα
Ουσιαστικό, διγενές

  1. Αφεντικό· λέγεται συνήθως για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που έχουν γνώση και εμπειρία πάνω σε ένα θέμα.


Παραδείγματα

Ε μάστρε-Γιώργο, ό,τι πεις εσύ θα κάμουμε!


Εν μπορώ να φύω που τη δουλειά πιο γλήορα, εθθα με αφήκει η μαστόρισσα μου.


  1. Αυτός που ξέρει κάτι πολύ καλά, που είναι καλός γνώστης ενός θέματος.


Παράδειγμα

Άκου τον ντα μπου σου λαλεί, ξέρει, εν μάστρος πα΄ σ΄ έτσι πράματα!

Φράσεις

  • Έ μάστρε!

Προέλευση

Σύμφωνα με το ΛΚΝ προέρχεται από το μεσαιωνικό  μάστορας < *μαΐστορας <*μαγίστορας < ελνστ. μαγίστωρ, αιτ. -ορα < λατ. magister 'δάσκαλος, ΄δάσκαλος΄ στην τέχνη του'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Όταν συνοδεύει ουσιαστικό, παίρνει τη μορφή μάστρε ακόμη και αν δεν είναι σε κλητική πτώση: ο μάστρε-Κώστας.

Σημειώσεις

Το να αποκαλούμε κάποιον μάστρο είναι ένδειξη εκτίμησης και σεβασμού.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.