μεζεκλίκκινΟυσιαστικό, ουδέτεροΚοινή αργκόΜεζεδάκι. ΠαραδείγματαΕπήαμεν εψές τζ̌΄εφάμεν κάτι μεζεκλίκκια πρώτον πράμαν! Όταν κάποιος πάει σε μιαν ταβέρναν, μια επιλογή είναι να φάει μεζεκλίκκια! Είσ̌εν εψές σουβλάκια, σ̌εφταλίες, πουρκούριν! Μεζεκλίκκια να φάεις να σπάσεις!