πίντα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Κάτι που γίνεται συνεχόμενα, χωρίς διακοπή, σερί.
Παραδείγματα
Είμαι πίντα τούντην βδομάδα έχω συνέχεια μαθήματα το ένα μετά το άλλο!
Εψές έν ετζοιμηθήκαμεν, επήαμεν πίνταν ως το πρωίν.
Πολλές υποχρεώσεις σε τούντην δουλειά, πάω πίντες πάλε σήμμερα με τόσα deadlines!
Φράσεις
- πάω πίντα
- πάω πίντες
Προέλευση
Πιθανόν από το ρήμα πιντώννω 'ενώνω, προσθέτω, επιμηνύνω'.