μουτσ̌οπαίχτης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που δεν είναι ικανός παρά να παίζει το πουλί του, ο μαλάκας.
Παράδειγμα
Όσο και να φωνάζεις για να μας τρομάξεις, ένας κουφιοκεφαλάκης μουτσ̌οπαίχτης θα παραμείνεις!
Συνώνυμα:
μουτσ̌οβίλλης, μουτσ̌οβίλλης
Προέλευση
Σύνθετη λέξη από το μούτσ̌ος και παίχτης.