μούτσ̌ος
Ουσιαστικό, αρσενικό

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Σύμφωνα με τον Κ. Γιαγκουλλή (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, 2005) φαίνεται ότι η λέξη παλιότερα σήμαινε τον υπηρέτη, αν και η ετυμολογία της δεν είναι βέβαιη.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.