αλουσαύρα[alusávɾa]Ουσιαστικό, θηλυκόαλισαύρα ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: αλουσαυρούδιν, αλουσαυρούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: αλουσαυρούδιν, αλουσαυρούιν.