άρμαν
[ˈaɾman]
Επίθετο

Αυτός που είναι πολύ γεροδεμένος επειδή γυμνάζεται συστηματικά.


Παράδειγμα

Ρε είδες τον Κυριάκο; Ήταν βόρτος τζ̌αι τωρά που άρκεψε γυμναστική εγίνηκε άρμα!

1045162_676720005677930_1419274925_n

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.