άρμαν
[ˈaɾman]
Επίθετο
[ˈaɾman]
Επίθετο
Αυτός που είναι πολύ γεροδεμένος επειδή γυμνάζεται συστηματικά.
Παράδειγμα
Ρε είδες τον Κυριάκο; Ήταν βόρτος τζ̌αι τωρά που άρκεψε γυμναστική εγίνηκε άρμα!
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι πολύ γεροδεμένος επειδή γυμνάζεται συστηματικά.
Ρε είδες τον Κυριάκο; Ήταν βόρτος τζ̌αι τωρά που άρκεψε γυμναστική εγίνηκε άρμα!