ζόλοςΟυσιαστικό, αρσενικόζώλος, ζόολοςΠολύ άσχημη μυρωδιά, μπόχα. ΠαραδείγματαΡε πάλε έκλασες; Εν ζώλος δαμέσα! [...] στη σκέψην του τζιαι μόνον έρκεται σου ζόλος μες τα ρουθούνια τζιαι ανακάτσιασμαν εις το στομάσιν [...] Αυτός που μυρίζει πολύ άσχημα. ΠαράδειγμαΡε εν ζώλος τούτος, πόσες μέρες έχει να λουθεί;