ζόλος
Ουσιαστικό, αρσενικό

ζώλος, ζόολος

  1. Πολύ άσχημη μυρωδιά, μπόχα.


Παραδείγματα

  1. Αυτός που μυρίζει πολύ άσχημα.


Παράδειγμα

Ρε εν ζώλος τούτος, πόσες μέρες έχει να λουθεί;

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.