σπουρτώ
Ρήμα

σπουρτίζω

(μτφ) Εκμυστηρεύομαι, τα ξερνάω.


Παράδειγμα

Είπε μου τα μυστικά του τζ̌αι εζήτησε μου να μεν πω τίποτε, αλλά εν άντεξα τζ̌΄ εσπούρτησα τα ούλλα.

Σημειώσεις

Άτομο το οποίο τα 'σπουρτά' όλα, είναι γνωστός και ως σπουρτόλοος .

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.