κώλος τίτσιροςΟυσιαστικό, αρσενικόΕιρωνικόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουΑυτός που δεν έχει καθόλου χρήματα, που είναι απένταρος. ΠαραδείγματαΕννά μου αγοράσει τζιαι BMW ο κώλος ο τίτσιρος! Αρέσκει μου που εκανόνισες να φκάλεις την κοπελλούα έξω ενώ είσαι κώλος τίτσιρος! Φράσειςκώλος αναβράκωτος