σουρταλλάςΟυσιαστικό, αρσενικόΜειωτικόΣτρατιωτικόΧαρακτηρισμός προσώπουψάρακαςΟ φαντάρος που μόλις έχει καταταγεί. ΠαράδειγμαΜα δε μου τον σουρταλλά που μου θέλει να φκει τζ̌αι Σάββατο! Κάμε δέκα κάμψεις ρε νέο! Συνώνυμα: ψάριν, νέος, ψάρι, νέος