βόρτος 1[vóɾ̥tos]Ουσιαστικό, αρσενικό ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: βορτούδιν, βορτούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: βορτούδιν, βορτούιν.