βουνόν[vunón]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: βουναρούιν, βουναλλούιν. Μεγεθυντικά: βούναρος. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: βουναρούιν, βουναλλούιν. Μεγεθυντικά: βούναρος.