βυζίν[vizːín]Ουσιαστικό, ουδέτερο ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: βυζούδιν, βυζούιν. Μεγεθυντικά: βύζος, βύζα. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: βυζούδιν, βυζούιν. Μεγεθυντικά: βύζος, βύζα.