σ̌σ̌υλλόπελλος
[ʃːilːópelːos]
Επίθετο

Αυτός που είναι κάτι παραπάνω από πελλός, κατάπελλος.


Παράδειγμα

Μα είσαι τέλεια σ̌σ̌υλλόπελλος ρε, εχτές εφκήκες που το νοσοκομείο τζ̌αι σήμερα είσαι πάλε έξω μεθυσμένος!


Συνώνυμα:

πελλός, γαουρόπελλος, σκυλλότρελλος, βουζουνόπελλος, αρκόπελλος, θεόπελλος, πελλός, γαουρόπελλος

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.