αππωμένος
[apʰːoˈmenos]
Μετοχή
[apʰːoˈmenos]
Μετοχή
Αυτός που είναι επαρμένος και κακομαθημένος μαζί, η ψωνάρα.
Παραδείγματα
Μα δε τον αππωμένον, επίε Ελλάδα να σπουδάσει τζ̌αι νομίζει εν καλαμαράς τωρά.
Περισσότερα ...
Αυτός που είναι επαρμένος και κακομαθημένος μαζί, η ψωνάρα.
Μα δε τον αππωμένον, επίε Ελλάδα να σπουδάσει τζ̌αι νομίζει εν καλαμαράς τωρά.
Αππωμένος - σύμφωνα με το ποιημα του Δ. Λυπέρτη "η αππωμένη", μάλλον σημαινεί τον Υπερόπτης (καβάτζι = ιτιά) ο οποίος δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα και αεροβατεί (εσού χαμέ πιον εν' πατας, ινα που μου φτεροπετάς) και θεωρεί τον εαυτό του μοναδικό (εν τζ' είσαι μανισιή σου).
🙂