πατσ̆αούρα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
(μτφ) Γυναίκα ατημέλητη, που έχει τα χάλια της από εμφάνιση.
Παράδειγμα
Κόρη σταμάτα να κλαίεις τζ̆αι πήαιννε σάστου λλίο, έγινες τέλεια πατσ̆ιαούρα.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Στην κοινή νεοελληνική η λέξη πατσαβούρα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μία γυναίκα πρόστυχη, χυδαία.