ττάππος
Ουσιαστικό, αρσενικό

(μτφ) Αυτός που είναι πολύ κοντός.


Παραδείγματα

Στάθου μπροστά ρε ττάππο, να φαίνεσαι στη φωτογραφία.


Η Μαρία εν τέλεια ττάππος , αλόπως ούτε ανάμιση μέτρο εν ένει.


Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Πρόκειται για μεταφορική χρήση της λέξης ττάππος που είναι το πολύ μικρού μήκους πώμα από φελλό - εξού και η έκφραση ττάππος της πότσας.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.