δέντρον
[ðéndɾon]

Ουσιαστικό, ουδέτερο

δεντρόν


Παράδειγμα

Υποκοριστικά: δεντρίν, δεντρούιν. Μεγεθυντικά: δέντρος.

Σημειώσεις

Υποκοριστικά: δεντρίν, δεντρούιν. Μεγεθυντικά: δέντρος.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.