έχω κάποιον σ̌εσμένονΦράσηΠεριφρονώ κάποιον, δεν τον υπολογίζω, τον έχω χεσμένο. ΠαράδειγμαΤην έσ̌ει σ̌εσμένη τη μάνα του! Ας λαλεί ό,τι θέλει για την φιλενάδα του!