χαμάλης
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, αχθοφόρος.

  1. Ο άνθρωπος που κάνει τις δύσκολες και κουραστικές δουλειές με χαμηλό μισθό.

  1. Αυτός που κάνει τις δουλειές των άλλων.


Παραδείγματα

-Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; -Παρέτα με, εν τζιαι είμαι ο χαμάλης σου.


Έγινα ο χαμάλης τους τζιμέσα! Ούλλη μέρα βάλουν με να κουβαλώ πράματα!

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Χρησιμοποιείται και στην ελληνική αργκό με την ίδια έννοια.

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.