τατσίζης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι πεισματάρης και θέλει πάντα να γίνεται το δικό του.
Παραδείγματα
«Ρε φίλε είσαι πολλά τατσίζης τελικά. Εν γίνεται κάθε φορά που εννα παρεξηγηθούμε για κάτι, να περιμένεις να κάμνω πάντα εγώ το πρώτο βήμα.»
Συνώνυμα:
, Ιδιότροπος
Πηγές
https://www.facebook.com/Pratik-T%C3%BCrk%C3%A7e-practical-turkish-book-for-greek-speakers-1437217166551540/
http://pardalilexi.gr/words.php?id=6221
https://pattixa.wordpress.com/%CE%BA%CF%85%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CF%8C%CE%BD-%CE%B3%CE%BB%CF%89%CF%83%CF%83%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BD/
Ο τατσιζης εινα επισης ευθικτος, φιλονικος και ακραιος στις αντιδρασεις του.