στότσ̌ιν
[stótʃʰːin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο

  1. (μτφ) Υλικό, μικρής κατά κανόνα αξίας, που χρησιμοποιείται για παραγέμισμα.


Παράδειγμα

  1. (μτφ) Κάποιος ή κάτι που δεν υποφέρεται, δεν τρώγεται με τίποτα.


Παραδείγματα

Μιλούμε ο τύπος εν στότσ̌ιν , κάθε τρείς τζ̌αι λλίο πιάνει με τηλέφωνο χωρίς κάν να με ρωτήσει αν μπορώ να μιλήσω.


Για να καταλάβεις μόλις μπώ μεσα στο μάθημα τούτου του καθηγητή σκέφτομαι πότε εννά ρτει η ώρα για να φύω. Εν στότσ̌ιν, πραγματικά εν πιννετε!


Συνώνυμα:

, έν πιννετε

Προέλευση

Από το βεν. stuco 'στόκος'.

Παρατηρήσεις (γλωσσικές)

Η πρώτη σημασία που αναφέρεται εδώ είναι η πιο σπάνια στη χρήση, αλλά και η πιο κοντινή στην κυριολεκτική σημασία (στόκος, οικοδομικό υλικό  που χρησιμοποιείται για να γεμίζουν μικρές τρύπες και ρωγμές). Συνηθέστερη σημασία αυτή τη στιγμή είναι η δεύτερη, ενώ η τρίτη, που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει πρόσωπα, προέρχεται από τη νεανική αργό και δεν γίνεται δεκτή από τους μεγαλύτερους. Παρόλο που η λέξη έχει κοινή ετυμολογική προέλευση και σημασία με το νεοελλ. στόκος, η χρήση της είναι εντελώς διαφορετική: στην Ελλάδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να πούμε ότι κάποιος είναι χοντροκέφαλος, αλλά όχι ότι είναι ανυπόφορος.

Σημειώσεις

Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνότερα στο στρατό που στοτσιάζουν όλοι!

Πηγές

http://wikipriaka.com/cy/dict/15

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.