παλάρω[paláɾo]ΡήμαπαλαρίσκωΓκαζώνω, επιταχύνω. ΠαραδείγματαDear οδηγέ που ήσουν ένα μίλι μακριά μου την ώρα που αποφάσισα να βγω από την πάροδο, είντα που επάλαρες μόλις εβκήκα στο δρόμο τζιαι ήρτες τζιαι εκόλλησες στον κώλο μου; Επάλαρα του τζ̌αι ήρτα όσον πιο γλήορα εμπορούσα. Θυμώνω, αγριεύω. ΠαράδειγμαΕπάλαρες με τόσο πολλά που έννα σκεφτώ πολλά αν θα σου ξαναμιλήσω. Συνώνυμα: διακόφκω, διακόφκωΠηγές