παλάρω
[paláɾo]
Ρήμα

παλαρίσκω

  1. Θυμώνω, αγριεύω.


Παράδειγμα

Επάλαρες με τόσο πολλά που έννα σκεφτώ πολλά αν θα σου ξαναμιλήσω.


Συνώνυμα:

διακόφκω, διακόφκω

Πηγές

 

 

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.