κάγκαρος, καγκάραΟυσιαστικό, διγενέςΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπουΆνθρωπος ψηλός, αλλά άχαρος. ΠαραδείγματαΗ αρφή μου η καγκάρα κόφκει τα σύκα τζ̌αι τρώει τα μόνη της.