θκιακονητής[θcakonitís]Ουσιαστικό, διγενέςθκιακονήτης ΠαράδειγμαΤο θηλυκό είναι και θκιακονητίνα. ΣημειώσειςΤο θηλυκό είναι και θκιακονητίνα.