στοτσ̌ιάζω
Ρήμα
Ρήμα
Γεμίζω υπερβολικά, τιγκάρω, κυρίως από το πολύ φαγητό.
Παραδείγματα
Η ιστορία εν γεμάτη με απίστευτες ιστορίες με πολύτιμα μαθήματα. Έννεν μόνο ένα κατεβατό ημερομηνίες τζαι χρονολογίες που μας στοτσιάζουν στο νου μας στα σχολεία. (Σχόλιο στο http://defiancev.blogspot.com.cy/2011/07/blog-post_26.html)
Πήζω, μπουχτίζω από κάτι, νιώθω ότι δεν το αντέχω άλλο.