αγγονίν
[aŋɡoˈnin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
[aŋɡoˈnin]
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Κάποιος ή κάτι που ξέμεινε, που μας έγινε βάρος και δεν ξέρουμε πώς να τον ξεφορτωθούμε.
Παραδείγματα
Εμείναν μας αγγονίν τα κουταβάκια, εν βρίσκουμε κανέναν που να θέλει να πιάσει λλία.
Φράσεις
- έμεινεν μου αγγονίν
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Σύμφωνα με τον Κ. Γιαγκουλλή (Θησαυρός κυπριακής διαλέκτου, Λευκωσία, 2005), η βασική σημασία της λέξης αγγονίν είναι "αυτό που κρατάμε ως καλό για πολλαπλασιασμό ή αναπαραγωγή", όπως φαίνεται και από το στίχο του λαϊκού ποιητή Π. Λιασίδη: αφήσαν την για αγγονίν, που ΄τουν καλή στο σόιν .
Ίσως η φράση "έμεινεν μου αγγονίν" συνδέεται με την αντίστοιχη έκφραση της κοινής νέας ελληνικής "μου έμεινε αμανάτι" (http://www.slang.gr/lemma/11796-amanati).
Ετυμολογικά;
Νομίζω ὀτι η φράση είναι αγγονή (η)
Καλησπέρα σας και ευχαριστούμε για το σχόλιο, ο τύπος αγγονίν προέρχεται από το λεξικό Γιαγκουλλή. Δεν βρήκαμε καλύτερη πηγή μέχρι τώρα.
Όντως είναι "αγγονή". Παραπέμπει στις γεροντοκόρες που έμεναν με τις μανάδες τους και πρακτικά τις είχαν σαν εγγόνια αφού δεν είχαν κάνει οι ίδιες δικά τους παιδιά.