ψατζ̌ή
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
Το πολύ κρύο, ο ψόφος.
Παράδειγμα
Αυτός που είναι εύστροφος, που έχει γρήγορες αντιδράσεις, το τζιμάνι.
Παράδειγμα
Συνώνυμα:
Προέλευση
Η παλιότερη σημασία της λέξης ήταν 'δηλητήριο', από το *ψιάκιον, υποκοριστικό του μετγν. ψίαξ 'σταγόνα'.
Στὴν Κύθνο χρησιμοποιεῖται τὸ ρῆμα "ψακώθηκα" μὲ τὴν ἔννοια τοῦ "φαρμακώθηκα", Ἐπίσης τὸ "ψακωμένος" μὲ τὴν ἴδια ἔννοια.