καππέλλον[kapʰːélːon]Ουσιαστικό, ουδέτεροκαππέλλος ΠαράδειγμαΥποκοριστικά: καππελλίν, κκαππελούιν. ΣημειώσειςΥποκοριστικά: καππελλίν, κκαππελούιν.