κάσ̌αΟυσιαστικό, θηλυκόΚοινή αργκόΞιτιμασ̌ιάΣεξιστικόΧαρακτηρισμός προσώπουΠολύ άσχημη γυναίκα. ΠαράδειγμαΜα νομίζει πως εν όμορφη θέμας τούτη η κάσ̌ια; Συνώνυμα: τσάππα, τσάππαΑγροτικό αυτοκίνητο, διπλοκάμπινο. ΠαράδειγμαΠροχωράς ρε παιδί μου, μια χαρά καλούλικα με το αυτοκίνητο σου τζιαι ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά σου μια κάσσια (βλέπε εικόνα)! Τζιαμέ πιάνουν σε οι δαιμόνοι… Γιατί συνήθως η κάσσια που εν να πεταχτεί ομπρός σου, εν θα εν φυσιολογικό διπλοκάμπινο…