κκελλετζ̌ής
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που είναι χοντροκέφαλος, που δεν καταλαβαίνει εύκολα.
Παράδειγμα
Παρόλον που είναι κκελλετζ̌ής, εκατάφερε τζ̌' εδιορίσαν τον σε καλή δουλειά.
Αυτός που είναι πολύ ξεροκέφαλος, ισχυρογνώμονας.
Παράδειγμα
Είντα κκελλετζ̌ής είσαι ρε μαννέ, μια φορά να μεν κάμεις της κκελλές σου έντζ̌αι μπόρεις!
Συνώνυμα:
, ξερή κκελλέ, κκελλέ κουλούμπρα, ξερή κκελέ
"Μια φορά" και όχι "Μια φωρά"
Α, σας ευχαριστούμε πολύ!